Η αρχή του τέλους ή το τέλος της αρχής; (Κούφη Μαρία, 1ο Γενικό Λύκειο Φλώρινας)

«Είμαστε στην δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσουμε πως η θεία σας κατέληξε. Συλλυπητήρια».

Το τηλέφωνο έπεσε από τα χέρια της. Η έκφρασή της πάγωσε. Η νεαρή έκανε μερικά δειλά βήματα τρέμοντας σύγκορμη. Δεν ήταν εύκολο να συνειδητοποιήσει πως η θεία της, ο μοναδικός της συγγενής στον κόσμο από τότε που έμεινε ορφανή, έφυγε από τη ζωή.  Είχαν πολύ καιρό να συναντηθούν εξαιτίας του φόβου μετά την πανδημία, αλλά τη προηγούμενη μέρα ,στη βιντεοκλίση τους,  φαινόταν υγιέστατη.

Τώρα η Άννα έμεινε να κοιτάει τη σπασμένη οθόνη με τα δάκρυα να κυλάνε καυτά στα μάγουλά της.  Το χρώμα έσβησε από το πρόσωπό της. Ένιωσε την καρδιά της να σταματά σαν ένα παλιό ξεχασμένο ρολόι. Ένα κομμάτι της ψυχής της είχε πεθάνει μαζί της. Και, όσο σκεφτόταν ότι ακόμα και στις λιγοστές συναντήσεις τους τα χαμόγελά τους καλύπτονταν από μάσκες, την κυρίευε απελπισία .Τα συναισθήματα την έπνιγαν, δεν μπορούσε να το αντέξει. Έπρεπε να βγει από το σπίτι,  αν έμενε λίγο ακόμα εδώ θα τρελαινόταν…

Έξω ο άνεμος της κάνει καλό. Η ησυχία απαλύνει τον πόνο. Πέρα από τους λιγοστούς ανθρώπους στο σούπερ μάρκετ, δεν κυκλοφορεί κανείς στον δρόμο. Το στίγμα της πανδημίας ευδιάκριτο σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Ίσως τελικά η καθημερινότητα να μην γίνει ποτέ ξανά ίδια με πριν…

Σε λίγο, φτάνει στη θάλασσα, κάθεται στην άμμο και αφήνει το κύμα να γαληνέψει την ψυχή της . Ασυναίσθητα πιάνει ένα πετραδάκι και το πετάει στην ήρεμη επιφάνεια του νερού.

Ξαφνικά  αισθάνεται κάτι να κινείται πιο πέρα. Γυρίζει και αντικρίζει μια ανθρώπινη μορφή στο έδαφος .Ο άνδρας κείτεται αιμόφυρτος στο πεζοδρόμιο και με μεγάλη δυσκολία προσπαθεί να πάρει ανάσα. Είναι ξεκάθαρο από τον τρόπο που ασθμαίνει ότι έχει τον ιό. Οι ταχυμεταφορείς που περνούν τον αποφεύγουν σαν να πρόκειται για κάτι άθλιο, βρωμερό και τιποτένιο, δεν φοράει μάσκα .

Για μια στιγμή διστάζει –η καχυποψία μετά από τα τρία δύσκολα  χρόνια που πέρασαν έμεινε ανεξίτηλη στους ανθρώπους… Ύστερα όμως, έρχεται στο μυαλό της η εικόνα της θείας της και η συμβουλή που της είχε δώσει… Πάνω από όλα να είσαι άνθρωπος…

   Χωρίς να καταλάβει τι κάνει, βγάζει τη ζακέτα της και τρέχει προς το μέρος του. Αυτός την κοιτά με τα μάτια του ορθάνοιχτα .Οι λέξεις περιττές για να αντιληφθεί κανείς πώς αισθάνεται. Γρήγορα τον τυλίγει και προσπαθεί να βρει από πού αιμορραγεί .Ο άνθρωπος πιάνει το χέρι της και χαμηλώνει το κεφάλι του. «Δεν έχω μάσκα… όλοι με διώχνουν…. ο κόσμος άλλαξε». Η Άννα προσπαθεί να τον καθησυχάσει λέγοντας  ότι όλα θα πάνε καλά. Αλλά το σώμα του πέφτει άψυχο σαν μαδημένο κουρέλι στην αγκαλιά της και αμέσως καταλαβαίνει πως την έχει εγκαταλείψει…

Η Άννα στρέφει το βλέμμα της στον ουρανό. Ναι, ίσως ο κόσμος να άλλαξε, όμως η αγάπη και η ανθρωπιά δύσκολα πεθαίνουν…